- αγριαχλαδιά
- ηη αγριαπιδιά*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άπιον — ἄπιον, το κ. ἄπιος, η (Α) 1. απίδι, αχλάδι 2. απιδιά, αχλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με λατ. pirum, pirus, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό επίθημα α και θ. *piso. Σύγχυση παρατηρείται ως προς τη χρήση του… … Dictionary of Greek
αχλάδα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 301 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στις Δ πλαγιές του Καϊμακτσαλάν (Βόρας) και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελίτης. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 119 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
γκοριτσιά — (Gorizia).Πόλη (136.183 κάτ. το 2001) της βόρειας Ιταλίας. Ανήκει στο διοικητικό διαμέρισμα Φρίουλι Βενέτσια Τζούλια. Βρίσκεται σε μία εύφορη πεδιάδα και έχει ανεπτυγμένη βιομηχανία υφασμάτων, χυτήρια και χημικές βιομηχανίες. Η Γ. αποτελεί έδρα… … Dictionary of Greek
αγριαπιδιά — αγριαπιδιά, η και αγριαχλαδιά, η ποικιλία απιδιάς (αχλαδιάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκοριτσιά — η και γκορτσιά, η (λ. αλβαν.), η αγριαχλαδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)